ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΛΗΠΤΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΩΝ ΑΓΩΓΩΝ

2016-06-03 19:43

Ξεκινησε σήμερα 3/6/16 η κατάθεση των αγωγών των βοηθών νοσηλευτών για την επαγγελματική και εκπαιδευτική τους αναβάθμιση. Το παρακάτω κειμενο αναφέρεται στο πλαίσιο των αγωγών προς ενημέρωση των μελών μας: "Είναι αδιαμφισβήτητο, ότι οι λεγόμενοι «Βοηθοί Νοσηλευτές» επιτελούν ακριβώς το ίδιο νοσηλευτικό έργο με τους «νοσηλευτές ΤΕ η ΠΕ» και ασκούν όλες ανεξαιρέτως τις νοσηλευτικές πράξεις, χωρίς όμως να αναγνωρίζονται ως «νοσηλευτές» και κυρίως χωρίς τα μισθολογικά και υπαλληλικά δικαιώματα (εξέλιξη, κατάληψη θέσης ευθύνης κ.ο.κ) που έχουν οι λεγόμενοι «Νοσηλευτές ΤΕ και ΠΕ»
Η ανωτέρω διαπίστωση οδηγεί στην πρώτη εμπειρική εκτίμηση ότι πρόκειται για ανεπίτρεπτη διάκριση και «αδικία». Η χρόνια σύγχυση αναφορικά με τους τίτλους σπουδών και τα επαγγελματικά δικαιώματα είχαν οδηγήσει, μέχρι σήμερα, στην αποδοχή της παραπάνω καταστάσεως, ως σχεδόν φυσιολογικής και νόμιμης. Ομάδες Νοσηλευτικών συμφερόντων, προβάλλοντας τίτλους και αποκρύπτοντας την ζώσα πραγματικότητα, στήριξαν επί χρόνια ένα εργασιακά θολό καθεστώς το οποίο αδικεί μεν τους νοσηλευτές ΔΕ, αλλά πλήττει συνολικά την Νοσηλευτική πράξη.
Εισαγωγικά πρέπει να ειπωθεί ότι τα επαγγελματικά δικαιώματα απορρέουν από προσόντα και όχι από τυπικά στοιχεία. Τα επιστημονικά πτυχία πιστοποιούν –κατ’αρχήν τουλάχιστον- επαγγελματικά προσόντα, αλλά δεν είναι μόνον αυτά που οδηγούν στην αντίστοιχη πιστοποίηση. Γνώσεις που αντλήθηκαν από επαγγελματική εκπαίδευση και εργασιακή κατάρτιση, είναι επίσης στοιχεία που οδηγούν στην αναγνώριση επαγγελματικών δικαιωμάτων, αρκεί να έπονται μιας βασικής και μιας στοιχειώδους επαγγελματικής εκπαιδεύσεως.
Ετσι ενώ οι τίτλοι σπουδών συναρτώνται με την λεγόμενη «επιστημονική αναγνώριση» και μόνον εν μέρει με την επαγγελματική, τα «προσόντα» συναρτώνται αποκλειστικά με την επαγγελματική αναγνώριση.
Η πρόσληψη οποιουδήποτε υπαλλήλου η εργαζομένου, γίνεται επειδή κρίνεται από τον εργοδότη του ως «ικανός» να ανταπεξέλθει στις ανάγκες μιας εργασίας η μιας υπηρεσίας. Επειδή όμως σε μερικά επαγγέλματα, που συναρτώνται με ευαίσθητους τομείς της κοινωνικής ζωής, το κράτος ενδιαφέρεται για την εύρυθμη λειτουργία τους, παρεμβαίνει και με νόμο ρυθμίζει τα δικαιώματα, τον τρόπο και τις διαδικασίες ασκήσεως τους αλλά και τα οργανώνει ως ‘συντεχνίες’ που σήμερα λαμβάνουν το νομικό χαρακτήρα των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ) όπως είναι ο Ιατρικός Σύλλογος, ο Δικηγορικός Σύλλογος, ο Φαρμακευτικός Σύλλογος, η Ενωση Νοσηλευτών Ελλάδας κ.ο.κ.
Επειδή τα παραπάνω νομικά πρόσωπα έχουν διφυή (διπλό) χαρακτήρα, για ορισμένες αρμοδιότητες τους (χορήγηση άδειας ασκήσεως, πειθαρχικές αρμοδιότητες κλπ) λειτουργούν ως φορείς δημόσιας εξουσίας, για άλλες λειτουργούν ως ως απλά σωματεία.
Λόγω παρεκτροπής της νομικής τους φύσεως, τα ΝΠΔΔ αυτά πολλάκις εκφράζονται ως «συντεχνίες κακώς νοούμενων συμφερόντων» και χρησιμοποιούντα την νομική τους μορφή επιβάλλουν παράνομες καταστάσεις.
Παραδειγμα τέτοιας επιβολής είναι η νομοθεσία σχετικά με το νομικά ερμαφρόδιτο «νοσηλευτικό επάγγελμα».
Από τη μία η επιθυμία να διατηρηθούν κάλπικες συντεχνιακές εξουσίες και από την άλλη η θέληση να μετατεθεί το βάρος της καθημερινής νοσηλευτικής πράξης σε άλλους, οδήγησαν σε ένα νομοθυετικό πλαίσιο που παράγει σύγχυση, αδικία και αντιπαραθέσεις.
Οδήγησε στο γεγονός, αφενός μεν η καθημερινή «νοσηλευτική πράξη» να ευρίσκεται, κατά κύριο λόγο στα χέρια των λεγόμενων «Βοηθών Νοηλευτών», αφετέρου δε τα δικαιώματα και οι θέσεις στα χέρια των «Νοσηλευτών ΤΕ και ΠΕ»
Ολο αυτό το ανώμαλο νομοθετικό πλαίσιο αγγιξε τα όρια της αντοχής του, εφθάρη σταδιακά και διερράγη ολοσχερώς μετά το 2005 – 2007.
Η Ευρωπαϊκή νομοθεσία που ενσωματώθηκε στην Ελληνική, δεν ανέχεται πλέον τις διακρίσεις με βάση τυπικά προσόντα. Αποδέχεται διαφορισμούς με βάση τα ουσιαστικά επαγγελματικα προσόντα που όπως είπαμε, αποδέχεται ότι δεν προκύπτουν αποκλειστικά από επιστημονικούς τίτλους.
Η Ευρωπαϊκή Οδηγία ΕΚ/2005/36 που ενσωματώθηκε στο Ελληνικό Δίκαιο με το Π.Δ. 38/2010 δείχνει την κατεύθυνση που οφείλει να ακολουθήσει κάθε χώρα μέλος της ΕΕ αναφορικά με τα ρυθμιζόμενα επαγγέλματα μεταξύ των οποίων και αυτό του «Νοσηλευτή».
Οι Ευρωπαϊκες Οδηγίες όμως ισχύουν για τους πολίτες της ΕΕ όταν αυτοί επιθυμούν να εργαστούν σε άλλη χλωρα πέραν αυτής που είναι η χώρα καταγωγής τους η η χώρα που απέκτησαν τα επαγγελματικά τους προσόντα.
Ετσι η ανωτέρω Ευρωπαϊκή Οδηγία ΑΜΕΣΑ ισχύει μόνον για τους πολίτες των άλλων χωρών της ΕΕ όταν θέλουν να εργασθούν στην Ελλάδα. Το τι θα γίνει με τους πολίτες της ίδιας της Ελλάδας η Ευρωπαϊκή Οδηγία, θεωρεί ότι είναι «αμιγώς εσωτερική κατάσταση» και το αφήνει να το ρυθμίσουν η ξεκαθαρίσουν οι αρμόδιες Ελληνικές Αρχές, οι οποίες κατ’αρχήν έχουν την αρμοδιότητα να κρίνουν και ποιά ΤΥΠΙΚΑ προσόντα επιθυμούν να έχει ο κάθε επαγγελματίας ενός «ρυθμισμένου επαγγέλματος» στην χώρα μας.
Ομως εδώ βρίσκεται και το «νομικό κλειδί» της υποθέσεως μας.
Ο Ευρωπαϊκός νομοθέτης απαγορεύει τις διακρίσεις με βάση την Εθνικότητα. Για το λόγο αυτό, λέει οτι δεν μπορεί ένας εργαζόμενος που έχει τελειώσει νοσηλευτική σχολή στη χώρα του π.χ Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και ενώ σε αυτή, θεωρείται «νοσηλευτής», όταν έρχεται να εργασθεί στην Ελλάδα (η σε οποιαδήποτε άλλη χώρα της ΕΕ εκτός της χώρας καταγωγής) να θεωρείται «Βοηθός Νοσηλευτή» επειδή η Ελλάδα έτσι μεταχειρίζεται τους δικούς της «νοσηλευτές Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης».
Λέει δηλαδή ότι: «Για τους δικούς σου πολίτες κάνε ότι καταλαβαίνεις, αλλά για τους πολίτες των άλλων χωρών θα δεχθείς αυτά που η Οδηγία αναφέρει.
Ομως αυτό το «κανε ότι καταλαβαίνεις» δεν αφήνει περιθώρια στην Ελληνική Πολιτεία να αδιαφορήσει και για τους δικούς της πολίτες που είναι μέχρι σήμερα «Βοηθοί Νοσηλευτές» ΑΠΛΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟ ΛΥΣΕΙ ΜΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΤΗΣ ΑΡΜΟΔΙΑ ΘΕΡΣΜΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ (Νομοθετική, Εκτελεστική η Δικαστική Εξουσία).
Την πρωτοβουλία όμως για επίλυση αυτού του προβλήματος που η νομολογία του Ευρωπαϊκου Δικαστηρίου χαρακτηρίζει ως «αντίστροφη διακριτική μεταχείριση», την έχουν όσοι έχουν έννομο συμφέρον ήτοι οι Ελληνες Πολίτες που χαρακτηρίζονται μη νόμιμα, ως «Βοηθοί Νοσηλευτές»
Αυτοί επικαλούμενοι την Ευρωπαϊκή Οδηγία, το Ελληνικό Σύνταγμα αλλά και σωρεία νομικών διατάξεων κυρίως του Δημοσίου και Υπαλληλικού Δικαίου, επιδιώκουν την αναβάθμισή τους με βάση τώρα το ανεπίτρεπτο των διακρίσεων, όχι μόνον στηριζόμενοι στην Συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αλλά στο Ελληνικό Σύνταγμα. Επικαλούνται δηλαδή το παράνομο της λεγόμενης «αντίστροφης διακριτικής μεταχείρισης». Αυτή η διακριτική μεταχείριση, παραβιάζει σωρεία διατάξεων του Ευρωπαϊκού και του Ελληνικού Δικαίου.
Το Σύνταγμα απαγορεύει την δικριτική μεταχείριση των Ελλήνων Πολιτών έναντι άλλων πολιτών που εργάζονται η που μπορούν να εργασθούν στη χώρα μας.

Ολα τα παραπάνω οδηγούν όμως σε δύο αναγκαστικές και εναλλακτικές επιλογές, ήτοι:
Είτε οι «Β.Νοσηλευτές» να επιδιώξουν την αναγνώρισή τους ως «Νοσηλευτές ΔΕ» με ταυτόχρονη κατάργηση όλων των νόμων (π.χ. 1579/85 κλπ.) που συδέουν τον νοσηλευτικό τίτλο με την κατοχή πτυχίου ΤΕ η ΠΕ
-Είτε να ζητήσουν την αναβάθμιση των επαγγελματικών τους προσόντων ώστε να καταταγούν σε θέσεις ΤΕ η ΠΕ χωρίς να καταργηθούν οι παραπάνω διατάξεις.
Η Ελληνική Πολιτεία είναι υποχρεωμένη μία από τις δύο παραπάνω επιλογές, να την θεσμοθετήσει.
Ομως είναι νομικά πιό άρτιο και δημοσιονομικά πιό συμφέρον να υιοθετηθεί η δεύτερη εναλλακτική και τούτο επειδή στην περίπτωση αυτή, δεν θα υπάρχει ανάγκη προσλήψεως νέων νοσηλευτών αφού τις οργανικές θέσεις θα τις καταλάβουν οι πρώην «Βοηθοί Νοσηλευτές».
Το Δημοσιονομικό όφελος είναι τεράστιο αφού ναι μέν θα υποχρεωθεί να καταβάλει στους νοσηλευτές ΔΕ επιπλέον ποσό περί τα 300 ευρώ μηνιαίως αλλά θα αποφύγει την εγγραφή στον προϋπολογισμό τεράστιων ποσών (περί τις 3.500 ευρώ ανά θέση νεοπροσλαμβανόμενου «νοσηλευτή» για μισθό και ασφαλιστικές εισφορές)
Επειδή όμως ακόμη και αν υπάρχει «πολιτική βούληση» να αναβαθμισθούν οι «βοηθοί νσηλευτές» η Ελληνική Πολιτεία δεν μπορεί να νομοθετήσει σχετικά, μιάς και κάθε νομοθέτημα πρίν ψηφισθεί ‘ περνά’ από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους το οποίο συντάσσει έκθεση για το κόστος του νομοθετήματος. Από τη στιγμή που υπάρχει κόστος, η διεθνής εποπτεία (Τρόϊκα η κουαρτέτο σήμερα) αμέσως διαγράφει το σχέδιο του νομοθετήματος.
Μονον οι δικαστικές αποφάσεις δεν υπόκεινται στην έγκριση της Τρόϊκας. Μόνον αυτές είναι δυνατόν να διαπάσουν τα μνημονιακά δεσμά και απαγορεύσεις. Αυτό το γνωρίζει η πολιτική ηγεσία, το γνωρίζουν όσοι ασχολούνται με σχετική επιμέλεια με τα νομικά.
Για τον λόγο αυτό προτείνουμε την άσκηση των αγωγών κλπ. ένδικων μέσων.

Συνοπτικά σας αναφέρουμε ότι τα ακολουθούμενα εκ μέρους των νομικών μας, ένδικα μέσα είναι τα ακολουθα:

Ασκηση αγωγών – προσφυγών για αναγνώριση της υποχρέωσης του Ελληνικού Δημοσίου στην επαγγελματική αναβάθμιση των βοηθών νοσηλευτών και καταβολής αποζημιώσεων για παραβίαση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας.
Ασκηση αγωγων για διακδίκηση αναδρομικών διαφορών μεταξύ του μισθού που λαμβάνουν οι «βοηθοί νοσηλευτές» και του μισθού των «νοσηλευτών ΤΕ» με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού που συνίσταται στο γεγονός ότι το Ελληνικό Δημόσιο, εκμεταλλευόμενο του «βοηθούς νοσηλευτές» για την άσκηση όλων των νοσηλευτικών πράξεων, χωρίς να τους αναβαθμίσει η χωρίς γι’αυτές να προσλάβει «νοσηλευτές ΤΕ» εξοικονόμησε την διαφορά του μισθού και των ασφαλιστικών εισφορών εις βάρος της «περιουσίας» των «Βοηθών Νοσηλευτών».
Ασκηση αγωγής – προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με βάση την Ευρωπαϊκη σύμβαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων για προσβολή σωρείας ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Β.Νοσηλευτών (εργασιακές διακρίσεις, παραβίαση του δικαιώματος στην εκπαίδευση κ.ο.κ) αλλά κυρίως με βάση την απαγόρευση πάσης φύσεως καταναγκαστικής εργασίας. Ως τέτοια θεωρείται η εργασία που επιβάλλεται σε υπάλληλο, χωρίς να το προβλέπει το καθηκοντολόγιο, ο νόμος και κυρίως χωρίς την αντίστοιχη αναβάθμιση του πλαισίου άσκησης του έργου και των αντίστοιχων αμοιβών
Αιτησεις ακυρώσεως κατά των αρνήσεων των διοικήσεων των Νοσοκομείων για μετάταξη των «Βοηθών Νοσηλευτών» σε θέσεις «ΤΕ Νοσηλευτών» (με βάση τα ουσιαστικά προσόντα) με μεταφορά και τροποποίηση της κατεχόμενης οργανικής θέσεως, σύμφωνα με την διάταξη της παρ. 5 άρθρου 35 Ν.4024/2011 σύμφωνα με την οποία «….. κατά τη διάρκεια εφαρμογής του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής επιτρέπεται η μετάθεση ή μετάταξη υπαλλήλου, περιλαμβανομένων των μετατάξεων των άρθρων 69, 70 και 72 του Υπαλληλικού Κώδικα, και χωρίς να υπάρχει κενή οργανική θέση στην υπηρεσία, τον κλάδο ή τον φορέα που μετατάσσεται ή μετατίθεται, με ταυτόχρονη μεταφορά της θέσης που κατέχει ο υπάλληλος». Θα προηγηθεί μαζική κατάθεση αιτήσεων για μετάταξητον Σεπτέμβριο για όλους του «βοηθούς νοσηλευτές» που συμμετέχουν στη διαδικασά της δικαστικής διεκδίκησης.

Επισημαίνουμε ότι ΜΟΝΟΝ όσοι ασκήσουν τα παραπάνω ένδικα μέσα και δικαιωθούν θα αναβαθμισθούν. Αυτό που ίσχυε παλαιότερα, σύμφωνα με το οποίο έαν δικαιώνοντο κάποια υπάλληλοι η εργαζόμενοι στα δικαστήρια το μέτρο (η απόφαση) επεκτείνετο και για όσους δεν άσκησαν ένδικα μέσα, με σχετικό νόμο, ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ να ΣΥΜΒΕΙ πλεόν αφού υπάρχει ρητή απαγόρευση από το Μνημόνιο 2".